- σίτινος
- σίτινοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίτινος — η, ο / σίτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, σιταρήσιος, σταρένιος (α. «ἄχυρον σίτινον», πάπ. β. «σίτινον ἄλευρον», Θεοφαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
σιτίνων — σίτινος fem gen pl σίτινος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτινον — σίτινος masc acc sg σίτινος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτίνη — σίτινος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτίνην — σίτινος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτίνης — σίτινος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτίνοις — σίτινος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτίνου — σίτινος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτίνῳ — σίτινος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτινα — σίτινος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)